- αυτοθεραπεία
- η мед. самолечение, аутотерапия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ψωρίαση — Χρόνια αλλά όχι μολυσματική δερματική πάθηση. Χαρακτηρίζεται από κιτρινοκόκκινα οζίδια και κηλίδες του δέρματος, που είναι σκεπασμένα με στρώματα από σκληρά ασημόχρωμα λέπια. Η ασθένεια αυτή εντοπίζεται σε οποιοδήποτε σημείο του δέρματος και… … Dictionary of Greek